ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ

Για την οικονομική καπιταλιστική κρίση και το χρέος

1. Η πρωτοφανής κλιμάκωση της επίθεσης που δέχεται ο λαός στα δικαιώματα και στο εισόδημά του, δεν οφείλεται στην υπαρκτή διόγκωση του δημόσιου χρέους. Σ’ όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ εφαρμόζεται σήμερα πολιτική «Μνημονίου Διαρκείας» που οδηγεί το λαό σε σχετική και απόλυτη εξαθλίωση και διασφαλίζει φθηνότερη εργατική δύναμη, επιταχύνει τη συγκέντρωση, συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.

Ο βαθύτερος στόχος κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης είναι η θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, στην οποία φαίνεται ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός. Ολα τα κράτη – μέλη της ΕΕ εμπλουτίζουν το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων και το Πρόγραμμα Σταθερότητας με νέες σκληρές αντιλαϊκές δεσμεύσεις, που εξειδικεύουν άμεσα τις κατευθύνσεις του Συμφώνου για το ευρώ.

Στη Γαλλία, στη Βρετανία, στην Αυστρία αυξάνονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και οι εισφορές των εργαζομένων. Στην Ιταλία, στ

ην Ισπανία, στην Ιρλανδία αυξάνονται θεαματικά οι άδικοι έμμεσοι φόροι. Στην Αυστρία, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στην Τσεχία, στην Ιρλανδία, μειώνονται σημαντικά οι μισθοί των εργαζομένων και ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων.

2. Οι εργαζόμενοι δεν ευθύνονται και δεν πρέπει να πληρώσουν για το δημόσιο χρέος. Η προπαγάνδα της καπιταλιστικής εξουσίας προσπαθεί να συσκοτίσει τις πραγματικές αιτίες διόγκωσης του δημόσιου χρέους όπως:

α) Τη δημοσιονομική διαχείριση των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων στη μεταπολιτευτική περίοδο. Βασικό κοινό χαρακτηριστικό οι νόμιμες φοροελαφρύνσεις της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και ο πακτωλός κρατικών ενισχύσεων των επιχειρηματικών ομίλων (αναπτυξιακοί νόμοι, εθνική συμμετοχή στα Β’ και Γ’ ΚΠΣ και γενικότερα στις κοινοτικές ενισχύσεις κ.λπ.). Δηλαδή, όλα τα προηγούμενα χρόνια, το κράτος δανείσθηκε για να υπηρετήσει τις ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου και τώρα καλεί τους εργαζόμενους να πληρώσουν.

Το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε την περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ από 26,9% του ΑΕΠ το 1981 σε 64,2% του ΑΕΠ το 1989. Την περίοδο 1981 – 1985 η κυβέρνηση ακολούθησε σοσιαλδημοκρατική διαχείριση με στόχο την ενσωμάτωση μέρους των εργαζομένων με ρουσφετολογικές προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, την εθνικοποίηση προβληματικών ιδιωτικών επιχειρήσεων κ.λπ.

Στη συνέχεια, υπήρξαν μέτρα περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής για τους εργαζόμενους, ενώ συνεχίστηκε η σκανδαλώδης κρατική στήριξη των ομίλων μέσα από τις κρατικές προμήθειες, την ανάθεση δημόσιων έργων, τις συμβάσεις παραχώρησης, τις συμπράξεις δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, με κορυφαίο παράδειγμα τις αντιπαραγωγικές κρατικές δαπάνες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004. Το δημόσιο χρέος από 97,4% του ΑΕΠ το 2003 έφτασε στο 106,8% το 2006.

β) Τις τεράστιες δαπάνες σε εξοπλιστικά προγράμματα και αποστολές (π.χ. Βοσνία, Αφγανιστάν), που δεν υπηρετούν την εθνική άμυνα, αλλά τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικά, το 2009 οι στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας έφτασαν στο 4% του ΑΕΠ, έναντι 2,4% της Γαλλίας και 1,4% της Γερμανίας.

γ) Τις συνέπειες από την ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ΕΕ και στην ΟΝΕ. Χαρακτηριστική η πορεία συρρίκνωσης σημαντικών κλάδων της μεταποίησης που δέχτηκαν ισχυρή ανταγωνιστική πίεση και συρρικνώθηκαν (π.χ. κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, μέταλλο, ναυπηγική βιομηχανία/ μεταφορικά μέσα). Η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος και η ραγδαία αύξηση των εισαγωγών από την ΕΕ είχε ανάλογη επίδραση στη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Το εμπορικό έλλειμμα μεταβλήθηκε από 4% του ΑΕΠ την πενταετία 1975 – 1980, σε 5% την πενταετία 1980 – 1985, σε 6% 1985 – 1990, σε 7%, 1990 – 1995, σε 8,5% την πενταετία 1995 – 2000 και εκτινάχτηκε στο 11% του ΑΕΠ για τη δεκαετία 2000 – 2010 με την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική οδήγησε το αγροτικό ισοζύγιο, από πλεόνασμα 9 δισ. δραχμών το 1980, σε έλλειμμα 3 δισ. ευρώ το 2010, μετατρέποντας τη χώρα σε εισαγωγέα τροφίμων. Την επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος ακολούθησε το «εξωτερικό» ισοζύγιο (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), δηλαδή το συνολικό «ετήσιο ταμείο» της χώρας με το εξωτερικό, που από πλεόνασμα 1,5% την πενταετία 1975 – 1980, μεταβλήθηκε σε έλλειμμα 0,9% τη δεκαετία 1980 – 1990, αυξήθηκε περαιτέρω σε έλλειμμα 3% του ΑΕΠ τη δεκαετία 1990 – 2000, για να εκτιναχθεί με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη σε ένα μέσο όρο που ξεπερνά το 13% του ΑΕΠ ετησίως για τη δεκαετία 2000 – 2010, οδηγώντας σε αύξηση του κρατικού δανεισμού για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού ισοζυγίου. Την κατάσταση δεν ανέτρεψε η κερδοφόρα δράση του εφοπλιστικού κεφαλαίου.

Επέδρασε, επίσης, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, που διευκόλυνε την αύξηση του δημόσιου δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.

Οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης, κατά μέσο όρο 2,8% της δεκαετίας του 2000, ήταν η υποθήκη του εργατικού – λαϊκού εισοδήματος που πληρώνουμε σήμερα. Φυσικά, η πορεία αυτή δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ τη δεκαετία 1997 – 2007 συνδέθηκε επίσης με τη διόγκωση του ετήσιου δημόσιου ελλείμματος και φυσικά του δημόσιου χρέους.

δ) Οι όροι δανεισμού (επιτόκια, διάρκεια, όροι αποπληρωμής) που οδήγησαν σε αύξηση των τόκων από 9 δισ. ευρώ ετησίως στις αρχές της δεκαετίας, σε 15 δισ. ευρώ το 2011, ενώ ορισμένες μελέτες τοποθετούν τις συνολικές δαπάνες (τόκοι και χρεολύσια) εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους από 21,3% του ΑΕΠ το 2000 σε 40% του ΑΕΠ το 2010.

ε) Η επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης στην ελληνική οικονομία.

Η εκδήλωση της κρίσης συνέβαλε στην αύξηση του ετήσιου δημόσιου ελλείμματος και στη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Αφενός με τη μείωση των φορολογικών εσόδων λόγω μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. μείωση κύκλου εργασιών, κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας κ.λπ.) και αφετέρου λόγω των νέων κρατικών πακέτων στήριξης των τραπεζών και άλλων μονοπωλιακών ομίλων. Η επίδραση της κρίσης στη διόγκωση του δημόσιου χρέους αποτυπώνεται στο σύνολο της ΕΕ, αφού την τελευταία τετραετία το συνολικό χρέος αυξήθηκε κατά 34%.

3. Αποδεικνύεται ότι η αντιλαϊκή πολιτική αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, συντονισμένη και με τη στρατηγική της ΕΕ, εκτός των άλλων διογκώνει την υπερχρέωση της χώρας. Αποδεικνύεται επίσης ότι καμιά παραλλαγή αστικής διαχείρισης δεν μπορεί να ματαιώσει την εκδήλωση της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, ούτε να διαμορφώσει φιλολαϊκή διέξοδο απ’ αυτήν. Οι απατηλές υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ συντρίβονται από την πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης που βαθαίνει.

α) Το α’ τρίμηνο του 2011, η συρρίκνωση του ΑΕΠ φτάνει το 5,5% σε σχέση με το αντίστοιχο του 2010. Η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ούτε την επόμενη χρονιά, το 2012.

β) Μετά την εφαρμογή του Μνημονίου Ι, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε ήδη από 127,1% του ΑΕΠ το 2009 σε 142,8% το 2010.

Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αφορά μόνο το ύψος, αλλά τις αυξανόμενες δαπάνες για την εξυπηρέτησή του, που καθορίζουν, σε τελευταία ανάλυση, την αδυναμία πληρωμής ενός κράτους, δηλαδή χρεοκοπία. Η κυβερνητική πολιτική όπως εκφράζεται με το Μνημόνιο Ι και το Μεσοπρόθεσμο εκτινάσσει αυτές τις δαπάνες για τόκους και χρεολύσια στο άμεσο μέλλον. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι δαπάνες για τόκους θα φθάσουν στο 9,6% του ΑΕΠ το 2015 έναντι 6,8% του ΑΕΠ σήμερα. Το 2009, οι δαπάνες για τόκους και χρεολύσια βρίσκονταν στα 12 δισ. ευρώ και 29 δισ. ευρώ αντίστοιχα, το 2010, στα 13 δισ. ευρώ και 20 δισ. ευρώ, ενώ οι προβλέψεις εκτινάσσονται για το επόμενο διάστημα, το 2011 στα 16 δισ. ευρώ και 36 δισ. ευρώ, το 2012 στα 17 δισ. ευρώ και 33 δισ. ευρώ, το 2013 στα 20 δισ. ευρώ για τόκους και 37 δισ. ευρώ για χρεολύσια, το 2014 στα 22 δισ. ευρώ για τόκους και 48 δισ. ευρώ για χρεολύσια, ενώ το 2015 στα 23,4 δισ. ευρώ για τόκους και 33 δισ. ευρώ για χρεολύσια.

Ακόμα και αστοί οικονομολόγοι (π.χ. ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Μακροοικονομίας ΙΜΚ στη Γερμανία) παραδέχονται ότι ο σχεδιασμός μείωσης του χρέους μέσω του Μνημονίου και τα ασφυκτικά μέτρα λιτότητας οδηγούν στο φαύλο κύκλο διόγκωσης χρέους και ύφεσης.

Οπως ομολογείται επισήμως απ’ τον ίδιο τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Βαν Ρομπάι, η αγωνία για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους των υπερχρεωμένων κρατών της ΕΕ αφορά συνολικά τη θωράκιση του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος και το μέλλον της ευρωζώνης, λόγω του μεγάλου βαθμού αλληλεξάρτησης των οικονομιών. Η διασφάλιση του ευρώ και των μεγάλων ομίλων – πιστωτών είναι ο λόγος που, παρά τις σημαντικές ενδοαστικές αντιθέσεις, υπάρχει καταρχήν συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και την καταβολή των δόσεων του δανεισμού στις υπερχρεωμένες χώρες.

Αυτό που ανησυχεί τα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν είναι κυρίως το μέγεθος του ελληνικού χρέους, αλλά η δυσκολία διαχείρισης της αλυσιδωτής εξέλιξης σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, πάντα με στόχο τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι θεμελιακός μηχανισμός της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

4. Ενώ οι εργαζόμενοι ήδη έχουν μπει σε τροχιά χρεοκοπίας, σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, τα κράτη – μέλη της ΕΕ και οι ισχυροί όμιλοι του χρηματοπιστωτικού τομέα διαπραγματεύονται την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς μια ελεγχόμενη χρεοκοπία. Η διαπάλη αφορά την κατανομή των απωλειών, την κατανομή της αναγκαίας απαξίωσης κεφαλαίου, ενώ όλοι συμφωνούν στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης.

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους που προτείνει η Γαλλική Ενωση Τραπεζών (FBF) προβλέπει μετατροπή του 50% του σημερινού ομολογιακού χρέους σε νέα ομόλογα 30ετίας, με ληστρικό επιτόκιο που θα κυμαίνεται από το 5,5% σε περιόδους κρίσης μέχρι και 8% σε φάση υψηλής καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Διάφορες παραλλαγές κρατικών σχεδίων (π.χ. της Γερμανίας) προτείνουν στους κατόχους κρατικών ομολόγων (τράπεζες, θεσμικούς επενδυτές κ.λπ.) να αποδεχτούν μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής ενός μέρους των ελληνικών κρατικών ομολόγων, με αντάλλαγμα υψηλό επιτόκιο και κίνητρο την αποφυγή των απωλειών που θα είχαν από μια άμεση χρεοκοπία του ελληνικού κράτους. Η γερμανική και η γαλλική κυβέρνηση επιδιώκουν να ελαχιστοποιήσουν τη δική τους κρατική συμμετοχή στο μηχανισμό στήριξης των υπερχρεωμένων κρατών και να μεταφέρουν ένα μέρος του βάρους της αναδιάρθρωσης στους πιστωτές τραπεζικούς ομίλους.

Η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκοί τραπεζικοί όμιλοι πιέζουν, ώστε η μερική διαγραφή του χρέους να μη γίνει σε βάρος τους. Δεν αρκούνται στο αντάλλαγμα του υψηλού επιτοκίου, γιατί θεωρούν απίθανη την αποπληρωμή του χρέους, αμφισβητούν την πιθανότητα επιτυχίας των προτεινόμενων σχεδίων.

Η αναδιάρθρωση του χρέους προβάλλεται και από αμερικανικούς κύκλους, που παρεμβαίνουν στον ανταγωνισμό ευρώ – δολαρίου, ως διεθνών αποθεματικών νομισμάτων. Τώρα, γίνεται αγώνας δρόμου γαλλικών και γερμανικών τραπεζών για να ξεφορτωθούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και να τα φορτώσουν καταρχήν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Γερμανία αξιοποιεί τις διαπραγματεύσεις για να θέσει το δίλημμα «πιο αυστηρή εναρμόνιση της οικονομικής πολιτικής στο σύνολο της ευρωζώνης ή στενότερη και πιο συμπαγής ζώνη του ευρώ».

5. Σε κάθε περίπτωση, οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα θετικό από την έκβαση της συγκεκριμένης διαπάλης. Οποια κατάληξη και αν έχει η διαπάλη μεταξύ διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου και ιμπεριαλιστικών κρατών, θα συνεχιστεί και θα κλιμακωθεί η επίθεση της άρχουσας τάξης για διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης, επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας στους μονοπωλιακούς ομίλους.

Ιδιαίτερα σε σχέση με την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους οι διαφορετικές αστικές προτάσεις διαφέρουν στο πότε και στο πώς θα πληρώσουν το μάρμαρο οι εργαζόμενοι. Π.χ. με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων, οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν τελικά περισσότερα, αλλά σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (αν το επιτόκιο μείνει σταθερό και ακόμα περισσότερα αν το επιτόκιο αυξηθεί).

Ομως, ακόμα και αν επιτευχθεί μια άμεση μείωση του υψηλού χρέους του ελληνικού κράτους, αυτή απλά θα οδηγήσει σε νέες φοροαπαλλαγές και κρατικές ενισχύσεις στο μεγάλο κεφάλαιο και όχι σε μέτρα ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών. Θα ξαναθέσει τη διαδικασία αύξησης του χρέους. Το δίλημμα της διαδικασίας δεν είναι πραγματικό για τις λαϊκές δυνάμεις. Εξάλλου, τα κρατικά έσοδα φτάνουν για να πληρωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις. Δεν φτάνουν για τους πιστωτές. Τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού ήταν 48,5 δισ. ευρώ το 2009, και 51,1 δισ. ευρώ το 2010, ενώ οι δαπάνες για μισθούς – συντάξεις – επιχορηγήσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία 42,3 δισ. ευρώ το 2009 και 37,9 δισ. ευρώ το 2010. Οι πληρωμές μόνο για τόκους ήταν 12,3 δισ. το 2009 και 13,2 δισ. το 2010.

Σήμερα, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση επικαλείται τον κίνδυνο χρεοκοπίας, συνεχίζει να δίνει κρατικά πακέτα στήριξης των τραπεζών, προχωρά στις υπέρογκες πολεμικές δαπάνες για το ΝΑΤΟ, μειώνει τη φορολογία των αδιανέμητων κερδών κ.λπ. Οι εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου στις τράπεζες στη διάρκεια της κρίσης έφτασαν τα 108 δισ. ευρώ. Το 2010 η Ελλάδα αγόρασε από τη Γαλλία έξι πολεμικές φρεγάτες (2,5 δισ. ευρώ) και απ’ τη Γερμανία έξι υποβρύχια (5 δισ. ευρώ).

Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να περιμένουν καμία φιλολαϊκή διέξοδο από διεργασίες που αφορούν τη διαμόρφωση ενός πιο αποτελεσματικού μίγματος διαχείρισης και την επίτευξη ενός προσωρινού συμβιβασμού ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Ολοι έχουν προσυπογράψει το Σύμφωνο για το Ευρώ (Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας) και τις στρατηγικές κατευθύνσεις της «Ευρώπης 2020», που στοχεύουν στη διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης στην ΕΕ, για να θωρακίσουν τα μονοπώλια στον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά.

Ολοι προωθούν την «απελευθέρωση» τομέων στρατηγικής σημασίας (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες κ.λπ.), τις αναδιαρθρώσεις, ώστε να βρουν διέξοδο ικανοποιητικής κερδοφορίας τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, που λιμνάζουν σήμερα στην ΕΕ.

Γι’ αυτό και η ΝΔ ψήφισε 38 νομοσχέδια της κυβέρνησης και ο ΛΑ.Ο.Σ. ψήφισε το Μνημόνιο Ι. Γι’ αυτό ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μπορούν να συζητούν για κοινή κυβέρνηση, αφού έχουν κοινή προγραμματική βάση, το «μνημόνιο διαρκείας», που ισχύει για τα κράτη – μέλη της ΕΕ. Γι’ αυτό και τα αδελφά τους κόμματα στηρίζουν από κοινού την αντιλαϊκή επίθεση στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία.

Γι’ αυτό και η ΝΔ ζητά να επιταχυνθεί η υλοποίηση των βασικών στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και ψήφισε τα περισσότερα άρθρα του για τις ιδιωτικοποιήσεις, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, την άρση των περιορισμών προστασίας του περιβάλλοντος για τις ιδιωτικές επενδύσεις, τη μείωση μισθών στο Δημόσιο που συμβάλλει στην παραπέρα συμπίεση και στον ιδιωτικό τομέα.

Η «επαναδιαπραγμάτευση» που ζητά η ΝΔ αφορά νέα μέτρα ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου, όπως η νέα μείωση του φορολογικού συντελεστή στα αδιανέμητα κέρδη, τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ τον έχει ήδη κατεβάσει στο 20% και στη Γερμανία βρίσκεται στο 30%. Αφορά νέα κρατικά πακέτα ενίσχυσης των ομίλων που θα οδηγήσουν σε νέα αφαίμαξη λαϊκού εισοδήματος και απαλλαγή των επιχειρήσεων από εργοδοτικές εισφορές.

Βαθιά λαθεμένες είναι οι θέσεις του ΣΥΝ/Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς για διαχωρισμό του δημόσιου χρέους σε νόμιμο και παράνομο – επαχθές, καθώς και για τη δυνατότητα φιλολαϊκής μετεξέλιξης της ΕΕ. Αυτές οι θέσεις ανοίγουν την πόρτα για να πληρώσει ο λαός την κρίση και το μεγαλύτερο μέρος του «νόμιμου» δημόσιου χρέους, για το οποίο δεν ευθύνεται. Οι θέσεις για φιλολαϊκή μετεξέλιξη της ΕΕ και για ευρωπαϊκή ομοσπονδία κρύβουν το ταξικό περιεχόμενο που έχει αντικειμενικά η ιμπεριαλιστική διακρατική συμμαχία της ΕΕ. Οποια μορφή και αν πάρει η ΕΕ, αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει είναι η αντιδραστική στρατηγική της κατά του εργαζόμενου λαού και η εμπλοκή της σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους.

Διάφορες συνιστώσες του οπορτουνιστικού ρεύματος επιχειρούν να εξαπατήσουν το λαό, ότι υπάρχουν τάχα ανώδυνες λύσεις για τα συμφέροντά του χωρίς κατεύθυνση σύγκρουσης και ρήξης με την εξουσία των μονοπωλίων. Από συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβάλλεται η λύση της εξόδου από την ευρωζώνη και της διαγραφής του χρέους αφήνοντας άθικτη την εξουσία του κεφαλαίου, σαν φιλολαϊκή λύση και σαν κρίκος αντικαπιταλιστικής συσπείρωσης. Ορισμένες επίσης «εθνικοπατριωτικές» δυνάμεις μιλάνε για έξοδο από το ευρώ και παραμονή στην ΕΕ. Ετσι, εμφανίζεται, καταρχήν αποπροσανατολιστικά, το διογκωμένο δημόσιο χρέος και η ένταξη στην Ευρωζώνη σαν βασικές αιτίες της αντιλαϊκής επίθεσης. Η κατεδάφιση εργατικών δικαιωμάτων τόσο στα κράτη εκτός Ευρωζώνης, όπως η Σουηδία και η Βρετανία όσο και στη Γερμανία, που δεν είναι υπερχρεωμένη, αποδεικνύει ότι πραγματικός ένοχος είναι συνολικά ο δρόμος καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το οπορτουνιστικό ρεύμα προβάλλει στην ουσία ως γραμμή πάλης μια εναλλακτική διαχείριση στο πλαίσιο του συστήματος που μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να συμβάλει στην προσωρινή ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Ομως, ακόμα και αν επιτευχθεί η επαναφορά ενός ψηλότερου ρυθμού καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυτή δεν συμβαδίζει αλλά αντιστρατεύεται τη λαϊκή ευημερία. Τα παραδείγματα της Αργεντινής και του Ισημερινού αποδεικνύουν ότι μετά τη στάση πληρωμών και την υποτίμηση του νομίσματος ακολούθησαν νέες θυσίες των εργαζομένων, για να θωρακισθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να δοθεί ώθηση στις εξαγωγές.

Η λύση για τους εργαζόμενους δεν είναι η επιστροφή προς τα πίσω, στον προστατευτισμό της καπιταλιστικής οικονομίας σε εθνικό επίπεδο, αλλά προς τα εμπρός για τη λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό.

Οι οπορτουνιστικές προτάσεις διανθίζονται και με το αποπροσανατολιστικό κάλεσμα στο λαό να ανατρέψει τη νέα κατοχή του ΔΝΤ και της τρόικας. Ετσι συσκοτίζουν τον ενεργό ρόλο της ελληνικής άρχουσας τάξης στην επίθεση στα δικαιώματα και στο εισόδημα του λαού. Αποσιωπούν τη διαπλοκή του εγχώριου με το ξένο κεφάλαιο. Παρουσιάζουν σαν νέο φαινόμενο την εκχώρηση ορισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων από την άρχουσα τάξη, που γίνεται για να θωρακίσει την εξουσία της και να διασφαλίσει την κερδοφορία της.

Οι εργαζόμενοι πρέπει να δώσουν μάχη σε αντιπαράθεση με την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων, το καπιταλιστικό κράτος και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες όπως η ΕΕ. Δεν πρέπει να εγκλωβιστούν στα αδιέξοδα και στα διλήμματα της καπιταλιστικής εξουσίας.

Για να αποκρούσει τα χειρότερα που έρχονται ο λαός πρέπει να οργανώσει την αντεπίθεσή του. Να απλώσει τη συντονισμένη δράση του παντού, απορρίπτοντας κάθε παραλλαγή της αστικής διαχείρισης. Να απαιτήσει να πληρώσει άμεσα το μεγάλο κεφάλαιο και όχι η λαϊκή οικογένεια και τα ασφαλιστικά ταμεία. Να συγκρουσθεί σε κάθε κλάδο και εργασιακό χώρο με την πολιτική της κατεδάφισης εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, μείωσης των μισθών, άμεσης αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας από τους μονοπωλιακούς ομίλους.

Να κινηθεί, για να αλλάξουν οι συσχετισμοί παντού, να συμπορευτεί με το ΚΚΕ στο σωματείο, στο συνδικαλιστικό κίνημα, να οργανωθεί ενάντια στους καπιταλιστικούς θεσμούς εκμετάλλευσης και καταπίεσής του. Μόνο σε αυτήν την πορεία μπορεί να αρχίσει η αποδυνάμωση κάθε καπιταλιστικής διακυβέρνησης, κάθε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η σύγκρουση με τους νόμους και τη βία της εκμετάλλευσης.

Είναι ώρα να νιώσουν τον πραγματικό φόβο η τάξη του κεφαλαίου και οι πολιτικοί υπάλληλοί της, που προβάλλουν το φόβητρο της χρεοκοπίας. Αν, πράγματι, η κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να δανείζεται γιατί δεν μπορεί να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, τότε πρέπει να επιταχυνθεί η ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων. Ο δρόμος ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας, του σοσιαλισμού, μπορεί να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, αξιοποιώντας τις πλούσιες εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες, διαγράφοντας το χρέος και συνάπτοντας αμοιβαία επωφελείς διεθνείς συμφωνίες με την αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Επομένως, υπάρχει λύση: «Αποδέσμευση απ’ την ΕΕ και διαγραφή του χρέους με λαϊκή εξουσία».

Είναι ώρα το εργατικό κίνημα να συναντηθεί πιο πλατιά με το ριζοσπαστικό κίνημα των αυτοαπασχολούμενων και της αγροτιάς, με γραμμή πάλης που η τελική της έκβαση θα σαρώσει το χρεοκοπημένο σάπιο σύστημα της εκμετάλλευσης.

ΑΘΗΝΑ 15/7/2011

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ