Οι εξελίξεις της εβδομάδας που μας πέρασε επιβεβαίωσαν για μια ακόμα φορά ότι η βαθύτερη εμπλοκή της χώρας στους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς δεν εξασφαλίζει καμιά «σταθερότητα» και «ασφάλεια» για το λαό. Όλα όσα έγιναν γύρω από τα Ίμια δεν είναι μια «παραφωνία» σε ένα κατά τ΄άλλα «ειδυλλιακό» περιβάλλον που εξασφαλίζει ο ρόλος «γεωστρατηγικού μεντεσέ», που έχει αναλάβει η Ελλάδα, με ευθύνη της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού. Το αντίθετο ισχύει: Είναι μέρος της «κανονικότητας» αυτού του ρόλου. Και αυτός ο ρόλος περιλαμβάνει υποχρεωτικά τις διαρκείς αμφισβητήσεις, το θεσμοθετημένο πια «γκριζάρισμα» στο Αιγαίο, την όξυνση των κινδύνων εμπλοκής σε «μεμονωμένα» ή γενικευμένα επεισόδια.
Αυτή η κατάσταση δεν προέκυψε έτσι, στα ξαφνικά. Έχει υπόβαθρο τα επιχειρηματικά σχέδια στα Βαλκάνια και τους ανταγωνισμούς στην περιοχή για το μοίρασμα του ενεργειακού πλούτου, μέσα στους οποίους φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει η ελληνική αστική τάξη, καθιστώντας την Ελλάδα «κόμβο». Είναι σχεδιασμοί που βάζουν φωτιά στην περιοχή, αναδιατάσσοντας συμμαχίες, υποδαυλίζοντας τους εθνικισμούς και τους αλυτρωτισμούς, τα σενάρια για αλλαγές στα σύνορα.
Στο ίδιο πλαίσιο «τρέχουν» οι διευθετήσεις στα Δυτικά Βαλκάνια, με έναν από τους σημαντικότερους κρίκους για την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» της περιοχής τη συμφωνία που θα ανοίξει το δρόμο για τη γρήγορη ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ αρχικά, και κατόπιν στην ΕΕ. Γι› αυτό, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα πρέπει να απορρίπτουν τη βολική προπαγάνδα που φορτώνει περιστατικά όπως αυτό στα Ίμια στην «τουρκική νευρικότητα» ή στις «επικοινωνιακές ανάγκες» του Ερντογάν. Τα κομμάτια του γεωπολιτικού παζλ δένουν μεταξύ τους μόνο αν εστιάσει κανείς στους «διεμβολισμούς» των επιχειρηματικών ομίλων για τη μοιρασιά του ενεργειακού πλούτου, στα σχέδια ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, που αντιπαρατίθενται με αυτά άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων και ισχυρών καπιταλιστικών κρατών (π.χ. Ρωσία, Κίνα) κ.λπ.
Ο λαός λοιπόν έχει κάθε λόγο, όσο περισσότερο η κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα τον καθησυχάζουν για τα οφέλη από τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, τόσο περισσότερο να ανησυχεί και να αντιπαλεύει την εμπλοκή στους θανάσιμους σχεδιασμούς.
Να έχει καθαρό ότι αυτοί οι κίνδυνοι στους οποίους σέρνεται, με ευθύνη της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, αποτελούν την άλλη όψη της αντεργατικής πολιτικής που εφαρμόζεται. Και οι δύο όψεις αυτής της πολιτικής, εσωτερική και εξωτερική, έχουν οδηγό τους την υπεράσπιση του καπιταλιστικού κέρδους, τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας, την αναβάθμιση της αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή.