ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Δαπανήθηκαν 6,3 δισ. ευρώ το 2010
Η χώρα μπορεί να αποκτήσει αυτάρκεια και να παράγει φτηνά και υγιεινά αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα σε όφελος του λαού
Σε αστρονομικά ύψη έφτασε η αξία των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και το 2010. Το ποσό που πληρώθηκε για εισαγωγές ήταν 6,3 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα έχει καταντήσει μαζικός εισαγωγέας αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, ενώ μπορεί να έχει αυτάρκεια και έχει και τη δυνατότητα να κάνει εξαγωγές. Η πολιτική όμως των εκάστοτε κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, της ΕΕ, της ΚΑΠ και του ΠΟΕ συνέθλιψαν την αγροτική παραγωγή και οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους να βγούνε εκτός παραγωγής. Η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και φρέναρε τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που επεξεργάστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2009 η αξία των εισαγωγών ήταν 6,498 δισ. ευρώ και το 2010 ήταν 6,304 δισ. ευρώ. Δηλαδή, υπήρξε μια μικρή μείωση της τάξης του 3%.
Η Ελλάδα μετά από 30 χρόνια στην ΕΕ μόνο αρνητικές επιπτώσεις γνωρίζει στον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα. Πριν το 1981 το εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό. Από την ένταξη στην ΕΟΚ, τώρα ΕΕ, οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων άρχισαν να αυξάνουν και οι εξαγωγές να πέφτουν και η Ελλάδα άρχισε να αποκτά έλλειμμα στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο. Η αγορά των 300 εκατομμυρίων, που υποτίθεται ότι θα απορροφούσε ό,τι μπορεί να παράξει η χώρα, αποδείχτηκε μια μεγάλη απάτη.
Η χώρα, μια χώρα που ένα χρόνο πριν την είσοδό της στην ΕΟΚ το 1980 είχε πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο περί τα 9 δισ. δραχμές, άρχισε να αποκτά ελλείμματα και τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα να υποκαθιστούν τα ντόπια. Το αποτέλεσμα των επιλογών της άρχουσας τάξης ήταν το 2010 το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, να παρουσιάζει έλλειμμα 3 δισ. ευρώ!!!
Να σημειωθεί ότι το 1990 το έλλειμμα ήταν στα 152,2 εκατ. δρχ., που μετράνε για 446.660 ευρώ και το 2002 1,7 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 έφτασε τα 2,1 δισ. ευρώ. Οσο για την αξία των εισαγωγών το 1990 ήταν 559,2 εκατ. δρχ. δηλαδή 1.641.085 ευρώ, το 2002 το ποσό έφτασε τα 4,7 δισ. ευρώ και το 2006 τα 5,9 δισ. ευρώ.
Η συντριπτική πλειοψηφία των εισαγωγών γίνεται από τις χώρες της ΕΕ και η μεγάλη πληγή στο έλλειμμα του εμπορικού αγροτικού ισοζυγίου είναι τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Το 2010 η αξία των εισαγωγών για κρέατα και παρασκευάσματα κρέατος έφτασε το 1,085 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές ήταν μόνο 56,7 εκατ. ευρώ… Από το 1,085 δισ. ευρώ που ήταν η συνολική αξία των εισαγωγών από τις χώρες όλου του κόσμου το 1,059 δισ. ευρώ ήταν από τις χώρες της ΕΕ και τα υπόλοιπα 26 εκατ. ευρώ από τις τρίτες χώρες. Δηλαδή, το 99% της αξίας των εισαγωγών σε κρέατα και παρασκευάσματα το 2010 είναι από τις χώρες της ΕΕ. Η Ελλάδα δυστυχώς κατάντησε μαζικός εισαγωγέας σε κρέατα και παρασκευάσματα κρέατος από την ΕΕ, σε βάρος της εγχώριας παραγωγής. Το θέμα είναι πως από την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ, τώρα ΕΕ, μειώθηκε δραστικά η αυτάρκεια της χώρας στο κρέας. Στα κοτόπουλα από 100% που ήταν το 1980 μειώθηκε στο 67%, στο βοδινό αντίστοιχα από 66% έπεσε στο 27%, στο χοιρινό από 84% στο 41% και στο αιγοπρόβειο από 92% στο 80%.
Στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στα αυγά η αξία των εισαγωγών ήταν το 2010 770,7 εκατ. ευρώ, από όπου τα 769,8 εκατ. ευρώ ήταν από τις χώρες της ΕΕ. Δηλαδή, εδώ οι εισαγωγές από την ΕΕ το 2010 ήταν το 99,4%! Ομως η χώρα έχει ποσόστωση στο αγελαδινό γάλα και η παραγωγή δεν καλύπτει τις ανάγκες της, ενώ τα καρτέλ γιγαντώνονται σε βάρος παραγωγών και καταναλωτών. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι μέσα στη δεκαετία 2000-2010 ο αριθμός των αγελαδοτρόφων μειώθηκε κατά 63,5%! Από 12.402 που ήταν το 2000 έφτασαν να είναι μόλις 4.623 το 2010. Φυσικά από τη μέση βγήκαν οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος.
Για εισαγωγές δημητριακών δαπανήθηκαν το 2010 541,5 εκατ. ευρώ, από 488,3 εκατ. ευρώ το 2009. Το έλλειμμα για τα δημητριακά στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο ήταν το 2010 250 εκατ. ευρώ από από 147,6 εκατ ευρώ το 2009. Πριν την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο στα δημητριακά ήταν πλεονασματικό. Για παράδειγμα, το 1992 το ισοζύγιο στα δημητριακά είχε πλεόνασμα 40,5 εκατ. δρχ. Από κει και πέρα άρχισε ο κατήφορος. Η χώρα κάποτε παρήγαγε το σιτάρι που χρειαζόταν για το ψωμί της. Εδώ και πολλά χρόνια αυτό δε συμβαίνει. Οι ανάγκες της χώρας σε σιτάρι καλύπτονται με εισαγωγές και αυτοί που εισάγουν αυξάνουν προκλητικά τα κέρδη τους σε βάρος των παραγωγών και των καταναλωτών.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι και σε άλλα σημαντικά αγροτικά προϊόντα όπου η Ελλαδα είχε μεγάλο πλεόνασμα στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο η κατάσταση μετά το 2006 χειροτέρευσε. Για παράδειγμα, στο λάδι το πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο το 2007 ήταν 135,6 εκατ. ευρώ και το 2010 έπεσε στα 54,9 εκατ. ευρώ. Στον καπνό, το πλεόνασμα το 2006 ήταν 130,7 εκατ. ευρώ, το 2008 ήταν 80,5 εκατ. ευρώ και το 2010 έπεσε στα 64,9 εκατ. ευρώ. Επίσης, στη ζάχαρη, το έλλειμμα μεγάλωσε και έγινε το 2009 91,3 εκατ. ευρώ από 50,4 εκατ. ευρώ το 2006.
Το πρόβλημα που υπάρχει οφείλεται στην πολιτική της ΚΑΠ που εφαρμόζουν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Η πολιτική αυτή οδηγεί στη συρρίκνωση μια σειρά καλλιέργειες της χώρας, όπως καπνός, τεύτλα, ελιά, βαμβάκι, σιτηρά, σταφίδα, βιομηχανική ντομάτα κ.ά. Για παράδειγμα, από το 2006 και μετά: Ο καπνός από 120.000 τόνους παραγωγή έπεσε στους 20.000 τόνους. Στο βαμβάκι η παραγωγή από 1.200.000 τόνους έπεσε στους 500.000 τόνους. Στη ζάχαρη η ποσόστωση από 312.000 τόνους μειώθηκε στους 156.000 τόνους και δύο από τα πέντε εργοστάσια έκλεισαν, ενώ φέτος η παραγωγή εκτιμάται ότι δε θα ξεπεράσει τους 40.000 τόνους.
Αλλαγή πολιτικής
Η χώρα μπορεί να αποκτήσει αυτάρκεια σε αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα. Μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές της. Μπορεί να παράγει φτηνά και υγιεινά προϊόντα σε όφελος του λαού. Η κτηνοτροφία μπορεί ν’ αναπτυχθεί, το ίδιο και η σιτοκαλλιέργεια και τευτλοκαλλιέργεια και η βαμβακοκαλλιέργεια. Μια σειρά αγροτικές καλλιέργειες μπορούν να αναπτυχθούν. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με τους αντιαγροτικούς κανονισμούς της ΚΑΠ, με όρους «ελεύθερης αγοράς», με τους νόμους του κέρδους, σε καθεστώς κυριαρχίας των μονοπωλίων και με τους όρους του μνημονίου. Οσο ακολουθείται η συγκεκριμένη πολιτική της ΕΕ, που επιβάλλουν τα μονοπώλια, και η αγροτιά και η εργατιά και οι αυτοαπασχολούμενοι θα βρίσκονται σε καθεστώς ανελέητης εκμετάλλευσης. Οι φτωχομεσαίοι αγρότες εξαναγκάζονται να πουλάνε σε εξευτελιστικές τιμές ή να βλέπουν την παραγωγή τους να μένει απούλητη και να σαπίζει στις αποθήκες, ενώ ταυτόχρονα εισάγονται μαζικά ομοειδή προϊόντα από άλλες χώρες εντός και εκτός ΕΕ. Η πολιτική που ακολουθείται οδηγεί τη μικρομεσαία αγροτιά στη φτώχεια, στο ξεκλήρισμα και στην ανεργία, ενώ τη γη της θα τη συγκεντρώσουν λίγοι μεγαλοαγρότες – επιχειρηματίες – καπιταλιστές. Και το πρόβλημα θα διαιωνίζεται, αν δεν αλλάξει πολιτική.
Οσο ακολουθείται αυτή η πολιτική η αγροτιά και τα λαϊκά στρώματα θα βρίσκονται στους άγρια εκμεταλλευόμενους και στους άμεσα θιγόμενους. Οτι και να προπαγανδίζουν η κυβέρνηση, τα κόμματα του ευρωμονόδρομου, η ΕΕ και οι μηχανισμοί τους, η αλήθεια είναι μία: Η ακολουθούμενη πολιτική της ΕΕ και της ΚΑΠ αυτό που έκανε μέχρι τώρα, ήταν να επιδεινώσει τη θέση των μικρομεσαίων αγροτών, να συρρικνώσει την αγροτική παραγωγή, να γιγαντώσει το έλλειμμα του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου και να ακριβοπληρώνουν τα αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα τα λαϊκά στρώματα. Η οριστική λύση που συμφέρει τους μικρομεσαίους αγρότες και συνολικά το λαό για τη διατροφή του, είναι οι ώριμες και αναγκαίες ριζικές αλλαγές σε επίπεδο εξουσίας και οικονομίας. Είναι η πάλη και η διεκδίκηση για έναν άλλο τρόπο παραγωγής. Πράγμα που σημαίνει: Κοινωνικοποίηση όλων των μονοπωλίων που δραστηριοποιούνται στον αγροτικό τομέα, της βιομηχανίας αγροτικών εφοδίων (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ζωοτροφές, ενέργεια, μηχανήματα κ.ά.), προϊόντων άμεσης κατανάλωσης και της γης, ένταξή τους στον κεντρικό σχεδιασμό για την παραγωγή εγχώριων τροφίμων φτηνών και ποιοτικών που θα καλύπτουν τις διατροφικές και άλλες ανάγκες του λαού. Κατάργηση της καπιταλιστικής αγροτικής εκμετάλλευσης. Παραγωγικός συνεταιρισμός για τη μικρή αγροτική παραγωγή που θα ενοποιεί τους μικροπαραγωγούς, με κοινές καλλιεργητικές φροντίδες και συλλογή, μειώνοντας έτσι το κόστος παραγωγής, αξιοποιώντας καλύτερα τις παραγωγικές δυνάμεις, στην προοπτική της πλήρους μηχανοποίησής της και άμεσης σύνδεσής της με τη μεταποίηση. Δημιουργία κρατικού φορέα συγκέντρωσης και εμπορίου των αγροτικών προϊόντων. Εδώ βρίσκεται η προοπτική του αγώνα της αγροτιάς και της κοινής πάλης με την εργατιά και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα.