Για την οικονομική καπιταλιστική κρίση και το χρέος
1. Η πρωτοφανής κλιμάκωση της επίθεσης που δέχεται ο λαός στα δικαιώματα και στο εισόδημά του, δεν οφείλεται στην υπαρκτή διόγκωση του δημόσιου χρέους. Σ’ όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ εφαρμόζεται σήμερα πολιτική «Μνημονίου Διαρκείας» που οδηγεί το λαό σε σχετική και απόλυτη εξαθλίωση και διασφαλίζει φθηνότερη εργατική δύναμη, επιταχύνει τη συγκέντρωση, συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.
Ο βαθύτερος στόχος κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης είναι η θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, στην οποία φαίνεται ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός. Ολα τα κράτη – μέλη της ΕΕ εμπλουτίζουν το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων και το Πρόγραμμα Σταθερότητας με νέες σκληρές αντιλαϊκές δεσμεύσεις, που εξειδικεύουν άμεσα τις κατευθύνσεις του Συμφώνου για το ευρώ.
Στη Γαλλία, στη Βρετανία, στην Αυστρία αυξάνονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και οι εισφορές των εργαζομένων. Στην Ιταλία, στ
ην Ισπανία, στην Ιρλανδία αυξάνονται θεαματικά οι άδικοι έμμεσοι φόροι. Στην Αυστρία, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στην Τσεχία, στην Ιρλανδία, μειώνονται σημαντικά οι μισθοί των εργαζομένων και ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων.
2. Οι εργαζόμενοι δεν ευθύνονται και δεν πρέπει να πληρώσουν για το δημόσιο χρέος. Η προπαγάνδα της καπιταλιστικής εξουσίας προσπαθεί να συσκοτίσει τις πραγματικές αιτίες διόγκωσης του δημόσιου χρέους όπως:
α) Τη δημοσιονομική διαχείριση των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων στη μεταπολιτευτική περίοδο. Βασικό κοινό χαρακτηριστικό οι νόμιμες φοροελαφρύνσεις της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και ο πακτωλός κρατικών ενισχύσεων των επιχειρηματικών ομίλων (αναπτυξιακοί νόμοι, εθνική συμμετοχή στα Β’ και Γ’ ΚΠΣ και γενικότερα στις κοινοτικές ενισχύσεις κ.λπ.). Δηλαδή, όλα τα προηγούμενα χρόνια, το κράτος δανείσθηκε για να υπηρετήσει τις ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου και τώρα καλεί τους εργαζόμενους να πληρώσουν.
Το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε την περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ από 26,9% του ΑΕΠ το 1981 σε 64,2% του ΑΕΠ το 1989. Την περίοδο 1981 – 1985 η κυβέρνηση ακολούθησε σοσιαλδημοκρατική διαχείριση με στόχο την ενσωμάτωση μέρους των εργαζομένων με ρουσφετολογικές προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, την εθνικοποίηση προβληματικών ιδιωτικών επιχειρήσεων κ.λπ.
Στη συνέχεια, υπήρξαν μέτρα περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής για τους εργαζόμενους, ενώ συνεχίστηκε η σκανδαλώδης κρατική στήριξη των ομίλων μέσα από τις κρατικές προμήθειες, την ανάθεση δημόσιων έργων, τις συμβάσεις παραχώρησης, τις συμπράξεις δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, με κορυφαίο παράδειγμα τις αντιπαραγωγικές κρατικές δαπάνες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004. Το δημόσιο χρέος από 97,4% του ΑΕΠ το 2003 έφτασε στο 106,8% το 2006.
β) Τις τεράστιες δαπάνες σε εξοπλιστικά προγράμματα και αποστολές (π.χ. Βοσνία, Αφγανιστάν), που δεν υπηρετούν την εθνική άμυνα, αλλά τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικά, το 2009 οι στρατιωτικές δαπάνες της Ελλάδας έφτασαν στο 4% του ΑΕΠ, έναντι 2,4% της Γαλλίας και 1,4% της Γερμανίας.
γ) Τις συνέπειες από την ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ΕΕ και στην ΟΝΕ. Χαρακτηριστική η πορεία συρρίκνωσης σημαντικών κλάδων της μεταποίησης που δέχτηκαν ισχυρή ανταγωνιστική πίεση και συρρικνώθηκαν (π.χ. κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, μέταλλο, ναυπηγική βιομηχανία/ μεταφορικά μέσα). Η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος και η ραγδαία αύξηση των εισαγωγών από την ΕΕ είχε ανάλογη επίδραση στη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Το εμπορικό έλλειμμα μεταβλήθηκε από 4% του ΑΕΠ την πενταετία 1975 – 1980, σε 5% την πενταετία 1980 – 1985, σε 6% 1985 – 1990, σε 7%, 1990 – 1995, σε 8,5% την πενταετία 1995 – 2000 και εκτινάχτηκε στο 11% του ΑΕΠ για τη δεκαετία 2000 – 2010 με την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική οδήγησε το αγροτικό ισοζύγιο, από πλεόνασμα 9 δισ. δραχμών το 1980, σε έλλειμμα 3 δισ. ευρώ το 2010, μετατρέποντας τη χώρα σε εισαγωγέα τροφίμων. Την επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος ακολούθησε το «εξωτερικό» ισοζύγιο (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), δηλαδή το συνολικό «ετήσιο ταμείο» της χώρας με το εξωτερικό, που από πλεόνασμα 1,5% την πενταετία 1975 – 1980, μεταβλήθηκε σε έλλειμμα 0,9% τη δεκαετία 1980 – 1990, αυξήθηκε περαιτέρω σε έλλειμμα 3% του ΑΕΠ τη δεκαετία 1990 – 2000, για να εκτιναχθεί με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη σε ένα μέσο όρο που ξεπερνά το 13% του ΑΕΠ ετησίως για τη δεκαετία 2000 – 2010, οδηγώντας σε αύξηση του κρατικού δανεισμού για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού ισοζυγίου. Την κατάσταση δεν ανέτρεψε η κερδοφόρα δράση του εφοπλιστικού κεφαλαίου.
Επέδρασε, επίσης, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, που διευκόλυνε την αύξηση του δημόσιου δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.
Οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης, κατά μέσο όρο 2,8% της δεκαετίας του 2000, ήταν η υποθήκη του εργατικού – λαϊκού εισοδήματος που πληρώνουμε σήμερα. Φυσικά, η πορεία αυτή δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ τη δεκαετία 1997 – 2007 συνδέθηκε επίσης με τη διόγκωση του ετήσιου δημόσιου ελλείμματος και φυσικά του δημόσιου χρέους.
δ) Οι όροι δανεισμού (επιτόκια, διάρκεια, όροι αποπληρωμής) που οδήγησαν σε αύξηση των τόκων από 9 δισ. ευρώ ετησίως στις αρχές της δεκαετίας, σε 15 δισ. ευρώ το 2011, ενώ ορισμένες μελέτες τοποθετούν τις συνολικές δαπάνες (τόκοι και χρεολύσια) εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους από 21,3% του ΑΕΠ το 2000 σε 40% του ΑΕΠ το 2010.
ε) Η επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης στην ελληνική οικονομία.
Η εκδήλωση της κρίσης συνέβαλε στην αύξηση του ετήσιου δημόσιου ελλείμματος και στη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Αφενός με τη μείωση των φορολογικών εσόδων λόγω μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. μείωση κύκλου εργασιών, κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας κ.λπ.) και αφετέρου λόγω των νέων κρατικών πακέτων στήριξης των τραπεζών και άλλων μονοπωλιακών ομίλων. Η επίδραση της κρίσης στη διόγκωση του δημόσιου χρέους αποτυπώνεται στο σύνολο της ΕΕ, αφού την τελευταία τετραετία το συνολικό χρέος αυξήθηκε κατά 34%.
3. Αποδεικνύεται ότι η αντιλαϊκή πολιτική αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, συντονισμένη και με τη στρατηγική της ΕΕ, εκτός των άλλων διογκώνει την υπερχρέωση της χώρας. Αποδεικνύεται επίσης ότι καμιά παραλλαγή αστικής διαχείρισης δεν μπορεί να ματαιώσει την εκδήλωση της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, ούτε να διαμορφώσει φιλολαϊκή διέξοδο απ’ αυτήν. Οι απατηλές υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ συντρίβονται από την πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης που βαθαίνει.
α) Το α’ τρίμηνο του 2011, η συρρίκνωση του ΑΕΠ φτάνει το 5,5% σε σχέση με το αντίστοιχο του 2010. Η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ούτε την επόμενη χρονιά, το 2012.
β) Μετά την εφαρμογή του Μνημονίου Ι, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε ήδη από 127,1% του ΑΕΠ το 2009 σε 142,8% το 2010.
Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αφορά μόνο το ύψος, αλλά τις αυξανόμενες δαπάνες για την εξυπηρέτησή του, που καθορίζουν, σε τελευταία ανάλυση, την αδυναμία πληρωμής ενός κράτους, δηλαδή χρεοκοπία. Η κυβερνητική πολιτική όπως εκφράζεται με το Μνημόνιο Ι και το Μεσοπρόθεσμο εκτινάσσει αυτές τις δαπάνες για τόκους και χρεολύσια στο άμεσο μέλλον. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι δαπάνες για τόκους θα φθάσουν στο 9,6% του ΑΕΠ το 2015 έναντι 6,8% του ΑΕΠ σήμερα. Το 2009, οι δαπάνες για τόκους και χρεολύσια βρίσκονταν στα 12 δισ. ευρώ και 29 δισ. ευρώ αντίστοιχα, το 2010, στα 13 δισ. ευρώ και 20 δισ. ευρώ, ενώ οι προβλέψεις εκτινάσσονται για το επόμενο διάστημα, το 2011 στα 16 δισ. ευρώ και 36 δισ. ευρώ, το 2012 στα 17 δισ. ευρώ και 33 δισ. ευρώ, το 2013 στα 20 δισ. ευρώ για τόκους και 37 δισ. ευρώ για χρεολύσια, το 2014 στα 22 δισ. ευρώ για τόκους και 48 δισ. ευρώ για χρεολύσια, ενώ το 2015 στα 23,4 δισ. ευρώ για τόκους και 33 δισ. ευρώ για χρεολύσια.
Ακόμα και αστοί οικονομολόγοι (π.χ. ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Μακροοικονομίας ΙΜΚ στη Γερμανία) παραδέχονται ότι ο σχεδιασμός μείωσης του χρέους μέσω του Μνημονίου και τα ασφυκτικά μέτρα λιτότητας οδηγούν στο φαύλο κύκλο διόγκωσης χρέους και ύφεσης.
Οπως ομολογείται επισήμως απ’ τον ίδιο τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Βαν Ρομπάι, η αγωνία για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους των υπερχρεωμένων κρατών της ΕΕ αφορά συνολικά τη θωράκιση του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος και το μέλλον της ευρωζώνης, λόγω του μεγάλου βαθμού αλληλεξάρτησης των οικονομιών. Η διασφάλιση του ευρώ και των μεγάλων ομίλων – πιστωτών είναι ο λόγος που, παρά τις σημαντικές ενδοαστικές αντιθέσεις, υπάρχει καταρχήν συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και την καταβολή των δόσεων του δανεισμού στις υπερχρεωμένες χώρες.
Αυτό που ανησυχεί τα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν είναι κυρίως το μέγεθος του ελληνικού χρέους, αλλά η δυσκολία διαχείρισης της αλυσιδωτής εξέλιξης σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, πάντα με στόχο τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι θεμελιακός μηχανισμός της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
4. Ενώ οι εργαζόμενοι ήδη έχουν μπει σε τροχιά χρεοκοπίας, σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, τα κράτη – μέλη της ΕΕ και οι ισχυροί όμιλοι του χρηματοπιστωτικού τομέα διαπραγματεύονται την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς μια ελεγχόμενη χρεοκοπία. Η διαπάλη αφορά την κατανομή των απωλειών, την κατανομή της αναγκαίας απαξίωσης κεφαλαίου, ενώ όλοι συμφωνούν στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης.
Το σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους που προτείνει η Γαλλική Ενωση Τραπεζών (FBF) προβλέπει μετατροπή του 50% του σημερινού ομολογιακού χρέους σε νέα ομόλογα 30ετίας, με ληστρικό επιτόκιο που θα κυμαίνεται από το 5,5% σε περιόδους κρίσης μέχρι και 8% σε φάση υψηλής καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Διάφορες παραλλαγές κρατικών σχεδίων (π.χ. της Γερμανίας) προτείνουν στους κατόχους κρατικών ομολόγων (τράπεζες, θεσμικούς επενδυτές κ.λπ.) να αποδεχτούν μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής ενός μέρους των ελληνικών κρατικών ομολόγων, με αντάλλαγμα υψηλό επιτόκιο και κίνητρο την αποφυγή των απωλειών που θα είχαν από μια άμεση χρεοκοπία του ελληνικού κράτους. Η γερμανική και η γαλλική κυβέρνηση επιδιώκουν να ελαχιστοποιήσουν τη δική τους κρατική συμμετοχή στο μηχανισμό στήριξης των υπερχρεωμένων κρατών και να μεταφέρουν ένα μέρος του βάρους της αναδιάρθρωσης στους πιστωτές τραπεζικούς ομίλους.
Η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκοί τραπεζικοί όμιλοι πιέζουν, ώστε η μερική διαγραφή του χρέους να μη γίνει σε βάρος τους. Δεν αρκούνται στο αντάλλαγμα του υψηλού επιτοκίου, γιατί θεωρούν απίθανη την αποπληρωμή του χρέους, αμφισβητούν την πιθανότητα επιτυχίας των προτεινόμενων σχεδίων.
Η αναδιάρθρωση του χρέους προβάλλεται και από αμερικανικούς κύκλους, που παρεμβαίνουν στον ανταγωνισμό ευρώ – δολαρίου, ως διεθνών αποθεματικών νομισμάτων. Τώρα, γίνεται αγώνας δρόμου γαλλικών και γερμανικών τραπεζών για να ξεφορτωθούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και να τα φορτώσουν καταρχήν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Γερμανία αξιοποιεί τις διαπραγματεύσεις για να θέσει το δίλημμα «πιο αυστηρή εναρμόνιση της οικονομικής πολιτικής στο σύνολο της ευρωζώνης ή στενότερη και πιο συμπαγής ζώνη του ευρώ».